- επικαταρρήγνυμι
- ἐπικαταρρήγνυμι (Α)διαρρηγνύω, καταξεσχίζω2. παθ. ἐπικαταρρήγνυμαιπέφτω πάνω σε κάποιον ορμητικά («ἐπικαταρραγεὶς αὐτῷ πέτρος ὑπερμεγέθης», Διον. Αλ.)3. παθ. καθαρίζομαι εντελώς με καθαρτικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρρήγνυμι «συντρίβω, ξεσχίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.